Ένα υφαντό η Μύκονος, ένα υφαντό ενιαίο, αδιαίρετο!..
Ξέρω φαίνω, ξέρω φαίνω
μόνο τις κλωνιές δε δένω.
Γιατί αν δεν δέσεις τις κλωστές
γίνεται χάλια το πανί.
Σα θα ποθάνω θάψε με
στη γούβα τ' αργαλειού σου.
Να με πατοιύν τα πόδια σου
κι η σέλα του βρακιού σου.
Στίχοι, που τραγουδούσε η Βιενούλα Κουσαθανά (Μπέμπη) και μας παρέδωσε η κόρη της Αννουσώ Κουσαθανά Ρόε στο βιβλίο της "Η Βιενούλα της Μύκονος" - Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας 1985
Ξέρω φαίνω, ξέρω φαίνω
μόνο τις κλωνιές δε δένω.
Γιατί αν δεν δέσεις τις κλωστές
γίνεται χάλια το πανί.
Σα θα ποθάνω θάψε με
στη γούβα τ' αργαλειού σου.
Να με πατοιύν τα πόδια σου
κι η σέλα του βρακιού σου.
Στίχοι, που τραγουδούσε η Βιενούλα Κουσαθανά (Μπέμπη) και μας παρέδωσε η κόρη της Αννουσώ Κουσαθανά Ρόε στο βιβλίο της "Η Βιενούλα της Μύκονος" - Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας 1985
Ανέβηκα την Ενόπλων Δυνάμεων, προσπέρασα την πιο ακριβή και περίοπτη
γωνία της Ελλάδας, Ματογιάνι κι Ενόπλων Δυνάμεων, έστριψα αριστερά κι έπειτα πάλι
δεξιά, στο στενάκι της Πανάχρας. Στα 50 μέτρα , απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας,
κάνω αριστερά και δρασκελίζω το στενό κατώφλι του εργαστηριού της ΔΕΠΑΜ και να…
Ο χρόνος μονομιάς πάει πίσω, ανάποδα γυρίζουν οι δείχτες του
ρολογιού. Και το λευκό της Χώρας γίνεται
εδώ μέσα γαϊτανάκι χρωμάτων, πολλών χρωμάτων, έντονων χρωμάτων, απίστευτων. Άξαφνα
με αγκαλιάζουν υφαντά, πολλά υφαντά, κάθε λογής υφαντά, υφαντά στους τοίχους,
υφαντά στους πάγκους, στα τραπέζια υφαντά, παντού υφαντά. Απλώνω το χέρι, χαϊδεύω,
να νοιώσω την υφή, να πιάσω την κλωστή, το νήμα να πιάσω. Να ξεκινήσω από κάπου.
Τα χάνω. Τι να δω, τι να πρωτοδώ, τι πρωτοαισθανθώ εδώ μέσα, σε τούτο το μικρό
δωματιάκι…
Τι, λοιπόν; Και ποιόν; Ποιάν, μάλλον; Ερώτηση κι αυτή… Εκείνην,
βέβαια… Την Βιενούλα, πρώτα! Πρώτη μεταξύ ίσων και, μαζί της,
όλες τις άλλες. Τις γυναίκες του νησιού, τις σπουδαίες ανυφάντρες, τις Μυκονιάτισες,
που ασκούσαν κι ακόμα ασκούν μια τέχνη μαγική, που πάντρευαν κλωστές και χρώματα με γνώση και
μεράκι, με ένστικτο και ψυχή. Κυρίως ψυχή, πρώτα ψυχή – γιατί τούτη η τέχνη δεν ήταν τέχνη στην αρχή. Ανάγκη ζωής ήτανε. Ανάγκη για μια κουβέρτα να σκεπαστεί το παιδί, να μην τρέμει με τον βοριά. Ανάγκη για μια κουρτίνα, να φυλάει από το φως το σκληρό του
Ιούλιου μήνα και του Αυγούστου. Ανάγκη, πούγινε τέχνη με τον καιρό. Και πώς την επήρε μετά στα φτερά του ο καιρός και την ταξίδεψε σ’ όλες τις γωνιές της γης!
Αυθεντική υφαντή κουρτίνα (patchwork) της Βιενούλας Κουσαθανά
Αυθεντική υφαντή κουρτίνα (patchwork) της Βιενούλας Κουσαθανά
Στο βάθος του δωματίου, ο αργαλειός της. Της Βιενούλας ο αργαλειός. Ψηλαφώ το τίμιο ξύλο του. Τα τεντωμένα νήματα. Τον ιδρώτα των χεριών. Τους ρόζους των δαχτύλων. Είν’ όλα εδώ. Καλοδιατηρημένα. Με στοργή, με αγάπη και φροντίδα, με σεβασμό. Παγώνει τώρα ο χρόνος. Εκεί ακριβώς, μπροστά μου, παγώνει! Οι δείκτες του ρολογιού παύουν να στριφογυρνούν.
Κι είναι σαν να βλέπω την ανυφάντρα να κάθεται μπροστά στον
αργαλειό της. Να υφαίνει, να μουρμουράει, να τραγουδάει. Και να μη χαμπαριάζει
από κανέναν κι από τίποτε – όπως όλοι οι μαστόροι που ξέρουνε την τέχνη τους και
την πιστεύουν...
Κι είναι σαν να την ακούω, σαν να βγαίνει η φωνή της από τους
πόρους όλους του υφαντού κι απ’ όλες του τις ίνες και να μιλάει όλες τις γλώσσες
του κόσμου, όπως τούτο το μπορεί μονάχα η λαϊκή τέχνη, όλων των λαών, η λαϊκή, η
πηγαία τέχνη.
Νάν’ τούτη η άλλη Μύκονος, άραγε; Τούτες οι κουβέρτες, οι
κουρτίνες, τα χράμια, τα κιλίμια; Τούτο το πάντρεμα των χρωμάτων νάναι η Μύκονος
η άλλη, η κρυμένη; Η Μύκονος η μονάχα για τους μυημένους; Ψιθυρίζω, αλλά σε τούτο
το δωμάτιο όλα ακούγονται. Σαν ζωντανά τα υφαντά, παίρνουν τα λόγια μου και τα
μοιράζονται. Κάνουνε σαν γυναίκες, παλιακές γυναίκες, Μυκονιάτισες, καθισμένες
απόγευμα, πάνω στις πεζούλες. Μουρμουρίζουνε τα υφαντά το ένα στ’ άλλο, ανταλλάσσουν
βλέμματα, θροΐζουν σ’ ένα ρεύμα ξαφνικό, που μπαίνει απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο. Σαν
να κρυφογελούν μαζί μου – έτσι μου φαίνεται.
Ποια άλλη Μύκονος, μωρέ ξενάκι; Τα πιστεύεις κι εσύ αυτά τα
κουζουλά; Τι είναι, μωρέ, η Μύκονος; Κι ο κάθε τόπος, το κάθε νησί τι είναι,
για νάχει δυό πρόσωπα και δυό κεφάλια και τρία; Μην ακούς τα μηχανήματα του
διαβόλου. Εμάς ν’ ακούς, πούναι πολλά, πάρα πολλά, τα χρόνια μας και τάχουμε
δει όλα. Μία είν’ η Μύκονος, μία ήταν πάντα. Τι, δηλαδή; Εμείς, που μας βλέπεις,
έχουμε δέκα παιδιά η κάθε μια μας. Λες, μωρέ, τα μισά μας νάναι έτσι και τ’ άλλα
μισά μας αλλιώς; Όλα Μυκονιατόπουλα είναι, όλα δικά μας και του νησιού, όλα τον
ίδιο αέρα ανασάνανε κι αναστηθήκανε. Να τι είν' η Μύκονος: ένα υφαντό! Ένα
σωρό κλωστές, νήματα ένα σωρό. Και χρώματα. Όλα τα χρώματα. Μαζί όλα. Πλεγμένα
το ένα στ’ άλλο, αξεδιάλυτα και στο τέλος ένα πράμα! Πολλά τα υλικά, αλλά στο τέλος
ένα πράμα, σου λέω! Ένα νησί, πούχει απ’ όλα! Κι αυτό είναι το μυστικό, η μαγεία,
μωρέ, αυτή είναι! Το πούχει απ’ όλα! Το που πάει με όλα και μ’ όλους τους καιρούς,
μ’ όλους τους ανθρώπους! Το πούναι χειροποίητη, πολύχρωμη, παλιά, πολύ παλιά
και πολύ σημερινή, πάντα σημερινή, ταυτόχρονα! Σαν υφαντό, υφαντό Μυκονιάτικο: στο
χέρι καμωμένο, στο χέρι μπογιατισμένο, με χρώματα από βότανα. Παλιό, μα δες… Αντέχει.
Αντέχει ακόμα. Και στο μάτι και στην χρήση αντέχει. Αυτή είναι η Μύκονος, παληκάρι. Μία είναι κι υφαντό ένα, αξεδιάλυτο!.. Μην την ψάχνεις αλλού κι αλλιώς!
Σημειώσεις:
1. Η Έκθεση "Μυκονιάτικο Υφαντό" συνεχίζεται μέχρι την 15/9/2014, στην Οικία Δέδε, πάνω στο Ματογιάνι, ακριβώς απέναντι από την ALPHA BANK, καθώς και στην Αίθουσα του Εργαστηρίου της ΚΔΕΠΠΑΜ, διαγωνίως απέναντι από την είσοδο της Παναγίας της Πανάχρας, πίσω από το κατάστημα ανδρικών του SOHO SOHO.
2. Η συγκεκριμένη φωτογράφηση, για την οποία ευχαριστώ θερμά την υπεύθυνη του Συλλόγου Γυναικών, έγινε αποκλειστικά στο Εργαστήρι της ΚΔΕΠΠΑΜ και με κύριο γνώμονα την προβολή λεπτομερειών από τους τρόπους ύφανσης και τα χρώματα των κλασικών Μυκονιάτικων υφαντών.
3. Η πλήρης σειρά των φωτογραφιών σε υψηλή ανάλυση βρίσκεται για όσους ενδιαφέρονται εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου