Με ρωτούν συχνά για την σχέση μου με την Μύκονο... Αν είμαι Μυκονιάτης, ας πούμε, ή τι σχέση έχω με το νησί, πότε πρωτοπήγα ή τι του βρίσκω...
Για όλα αυτά, αλλά κυρίως για τις αντιθέσεις της Μυκόνου και την προσωπική τοποθέτησή μου απέναντί τους, είχα γράψει παλιότερα ένα αναλυτικό κείμενο, τον Ιούλιο του 2006, στο Asteroid Blog.
Το ίδιο κείμενο, που μπορεί να έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, αναδημοσιεύθηκε αργότερα εδώ, στο πολύ κατατοπιστικό και χρηστικό site Mykonos.tour του Γιώργου Νάζου.
Στο (προ)κείμενο, λοιπόν:
Η Μύκονος που μας διχάζει... Ξανά; Πάντα!!!
Κάθε Καλοκαίρι, λοιπόν - προσοχή : ποτέ τον Χειμώνα, πούναι σαν να μη υπάρχει αυτό το νησί - έρχεται στην επιφάνεια η ίδια ιστορία: Η Μύκονος. Ένας τόπος, που από την πολλή συζήτηση τείνει να γίνει ιδέα, επιθετικός προσδιορισμός, τρόπος ζωής και τρόπος σκέψεως.
Και μέσα σ´ όλ´ αυτά, μοιραία πλέον, χάνεται η ουσία του τόπου, χάνεται η καθ´ εαυτήν ταυτότητά του, ο πυρήνας κι η ιδιαιτερότητά του.
Έτσι και πεις : «πάω στην Μύκονο», «ζω στην Μύκονο», «έχω σπίτι στην Μύκονο», «Μ´ αρέσει η Μύκονος», είναι σαν να κρεμάς ταμπέλα στον λαιμό σου : ταυτίζεσαι αυτομάτως και απολύτως με μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων, που γλεντοκοπούν και πίνουν από το πρωί ώς το βράδυ (ή, μάλλον, από το βράδυ ώς το πρωί, γιατί ως γνωστόν, πρωί στην Μύκονο απλώς δεν υπάρχει), που διαπλέκονται και «κλείνουν» μεγάλα deals (τα οποία πληρώνουμε εμείς οι υπόλοιποι), που είναι ρηχοί κι επιφανειακοί και μοντέλα κι αθλητές και σταρλετάκια... Ή που θέλουν να γίνουν κάτι απ' αυτά!
Και μέσα σ´ όλ´ αυτά, μοιραία πλέον, χάνεται η ουσία του τόπου, χάνεται η καθ´ εαυτήν ταυτότητά του, ο πυρήνας κι η ιδιαιτερότητά του.
Έτσι και πεις : «πάω στην Μύκονο», «ζω στην Μύκονο», «έχω σπίτι στην Μύκονο», «Μ´ αρέσει η Μύκονος», είναι σαν να κρεμάς ταμπέλα στον λαιμό σου : ταυτίζεσαι αυτομάτως και απολύτως με μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων, που γλεντοκοπούν και πίνουν από το πρωί ώς το βράδυ (ή, μάλλον, από το βράδυ ώς το πρωί, γιατί ως γνωστόν, πρωί στην Μύκονο απλώς δεν υπάρχει), που διαπλέκονται και «κλείνουν» μεγάλα deals (τα οποία πληρώνουμε εμείς οι υπόλοιποι), που είναι ρηχοί κι επιφανειακοί και μοντέλα κι αθλητές και σταρλετάκια... Ή που θέλουν να γίνουν κάτι απ' αυτά!
Κάποιοι, λοιπόν, την μισούν και κάποιοι την λατρεύουν την Μύκονο, κάποιοι λατρεύουν να την μισούν και κάποιοι μισούν τ´ ότι την λατρεύουν και δεν μπορούν να ξεπεράσουν την έλξη της.
Κι άλλοι, πάλι, την έχουν απλώς ανάγκη για την επαγγελματική τους υπόσταση κι επιτυχία.
Όλοι ή σχεδόν όλοι πηγαίνουν, πάντως - έστω και μόνο για νάχουν να λένε μετά!
Μέσα σ´ όλ´ αυτά, ο τόπος συχνά χάνεται. Το τοπίο θολώνει, δεν το προσέχεις, δεν το παρατηρείς, δεν το βλέπεις καν...
Μέσα σ´ όλ´ αυτά, ο τόπος συχνά χάνεται. Το τοπίο θολώνει, δεν το προσέχεις, δεν το παρατηρείς, δεν το βλέπεις καν...
Κι οι άνθρωποι ξεθωριάζουν κι αυτοί. Είτε έρχονται μαζί σου, παρέα, είτε ζουν και δουλεύουν εκεί, ξεθωριάζουν μπροστά στην ένταση των εικόνων και των ήχων και κρίνονται αποκλειστικά η μεν παρέα σου με βάση την αποτελεσματικότητά της στο γλεντοκόπι οι δε ντόπιοι με βάση τις υπηρεσίες, που προσφέρουν στην ταβέρνα, στο μπαρ, στην παραλία...
Δεν είν´ έτσι, όμως, τα πράγματα. Ακριβέστερα, δεν είναι μόνον έτσι!
Ο κάθε τόπος έχει την ταυτότητά του, το φυσικό και το ανθρώπινο τοπίο του, την ιστορία του. Ο κάθε τόπος, επί πλέον, είναι η δική μας πρόσληψη γι´ αυτόν καθώς κι η μεταχείριση, που του επιφυλάσσουμε προσωπικά. Είναι ακόμα η θέση του στην προσωπική μας μυθολογία, αν έχουμε προσωπική μυθολογία κι αν κρατάμε για κάποιους θέση σ´ αυτήν.
Ο κάθε τόπος είναι ο χρόνος κι οι άνθρωποι, με τους οποίους τον συνδέουμε - άνθρωποι, που τους συναντούμε εκεί ή τους παίρνουμε μαζί μας, πηγαίνοντας, κι άλλοι άνθρωποι, που τους κουβαλάμε μέσα μας.
Κι η Μύκονος δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα αυτό: Για κάποιους μπορεί νάναι μόνο ντεκόρ και γι´ άλλους λόγος υπάρξεως.
Εν ολίγοις, δεν θα πω πως υπάρχει κι η «άλλη Μύκονος», για την οποία συχνά γίνεται λόγος. Υπάρχει, όπως είναι φυσικό κι ευνόητο, μια Μύκονος για τον καθένα κι ο καθένας, αν θέλει, μπορεί να βρει αυτό, που ψάχνει - αρκεί να το επιδιώξει, αρκεί να ξέρει πού και πώς και πότε να το ψάξει? (Υπάρχουν κι εκείνοι, που δεν ψάχνουν ποτέ τίποτε, βέβαια, αλλά είναι άλλο κεφάλαιο αυτό.).
Πηγαινοέρχομαι στην Μύκονο τριάντα χρόνια τώρα. Η πρώτη φορά ήταν Άνοιξη του ´76 κι εγώ ήμουν πρωτοετής φοιτητής, φορτισμένος από ενδοοικογενειακές αφηγήσεις αλλά κι από δημοσιεύματα, βιβλία ή άρθρα της θρυλικής Ελένης Βλάχου, του Γιάννη Γαλάτη, του Ζάχου Χατζηφωτίου κ.ά. - σχεδόν όλων μελών μιας παρέας, που ανεξάρτητα από ενδεχόμενες επί μέρους αντιρρήσεις για την δημόσια ή ιδιωτική τους προσωπικότητα, δεν παύουν να είναι εκείνοι, που διέκριναν πρώτοι τα χαρακτηριστικά του τόπου και διέδωσαν σ' όλον τον κόσμο την αγάπη τους για την Μύκονο, με τα γνωστά καλά και κακά αποτελέσματα.
Έμεινα έκθαμβος μόλις την αντίκρυσα κι αργότερα ένοιωσα δικαιωμένος για την συνειδητή επιλογή μου να την πρωτοδώ εκτός εποχής, ώστε να διακρίνω πιο καθαρά την Χώρα, ειδικά, για την οποία ο Le Corbusier είπε πως «ό,τι είχε να πει η Αρχιτεκτονική τόπε εδώ».
Από τότε μέχρι σήμερα πήγα πολλές ακόμη φορές, παρακολούθησα όλη την αλματώδη ανάπτυξη της 30ετίας, που, δυστυχώς, περιορίσθηκε σε οικοδομική δραστηριότητα και υποδομές νυχτερινής ζωής, με κάποιες μικρές κι ανεπαρκείς νύξεις πολιτιστικής ζωής, που ούτεn προβάλλονται ούτε οργανώνονται σωστά - σαν να λειτουργούν ως άλλοθι μόνο για όλα τα υπόλοιπα δρώμενα κι όχι ως πραγματική διέξοδος ζωής, δημιουργικότητας και παρεμβάσεως για τα παιδιά τουn Θεατρικού και της Μουσικής Σχολής ή τους «παράγοντες» της ΔΕΠΑΜ.
Από τότε μέχρι σήμερα πήγα πολλές ακόμη φορές, παρακολούθησα όλη την αλματώδη ανάπτυξη της 30ετίας, που, δυστυχώς, περιορίσθηκε σε οικοδομική δραστηριότητα και υποδομές νυχτερινής ζωής, με κάποιες μικρές κι ανεπαρκείς νύξεις πολιτιστικής ζωής, που ούτεn προβάλλονται ούτε οργανώνονται σωστά - σαν να λειτουργούν ως άλλοθι μόνο για όλα τα υπόλοιπα δρώμενα κι όχι ως πραγματική διέξοδος ζωής, δημιουργικότητας και παρεμβάσεως για τα παιδιά τουn Θεατρικού και της Μουσικής Σχολής ή τους «παράγοντες» της ΔΕΠΑΜ.
Παρ´ όλ´ αυτά, κάθε φορά, που πηγαίνω, σκέπτομαι πως θάδινα πολλά, για νάχα, αν ήταν δυνατόν, την ευκαιρία να την ξαναδώ για πρώτηn φορά, με την ίδια παρθένα ματιά της πρώτης φοράς. Φευ, ούτ´ εγώ είμαι ο παρθένος του ´76 ούτ´ η Μύκονος είναι όσο παρθένα ήταν τότε...
Πήρα, λοιπόν, και παίρνω ακόμα και σήμερα ανθρώπους μαζί μου και προσπαθώ να τους δείξω τι βλέπω εγώ και τι αγαπώ εγώ. Απ´ αυτή την διαδικασία πέρασαν κατά καιρούς (αν μπορούσαν, ας έκαναν κι αλλοιώς!!!) οι πιο σοβαρές ανθρώπινες σχέσεις μου, η σύζυγός μου, οι κόρες μου σήμερα - άλλωστε, άμα δεν μπορείς να μεταδώσεις την αγάπη σου για κάτι, σαν αγάπη λειψή κι ανεπαρκής κι άπιστη μου φαίνεται!
Δεν είν´ εύκολο αυτό το εγχείρημα. Η λάμψη, όσο πιο εφήμερη κιn επιφανειακή είναι, άλλο τόσο ή και περισσότερο είναι εκτυφλωτική και κρύβει την ουσία και την αλήθεια των πραγμάτων, αποπροσανατολίζει κι οδηγεί σ´ εσφαλμένα συμπεράσματα και καταστάσεις.
Πάντως, πολλοί πασχίζουν να αναδείξουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα του νησιού. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να μη είναι προκαταβολικώς απαραίτητο να απορρίπτεις συνολικά τον γενικό καλοκαιρινό χαλασμό και το γενικό «χύμα», που, πρώτοι, ορισμένοι, Μυκονιάτες και, εν συνεχεία, κάποιοι επήλυδες δείχνουν να επιθυμούν διακαώς και συστηματικά να προβάλλουν ως αποκλειστικό πρόσωπο του νησιού.
Πρέπει, όμως, να μπορείς πρώτα ο ίδιος να δεις και πέρα και πίσω απ´ αυτό.
Πρέπει, με την προσέγγιση και την πρακτική σου, να οδηγείς και τους άλλους να δουν πέρα και πίσω απ´ αυτό.
Πρέπει, με τον ίδιο τον τρόπο της ζωής και της συμπεριφοράς σου προς το νησί και το τοπίο του, να αναδεικνύεις είτε απλώς στον κύκλο σου είτε ευρύτερα τον σεβασμό και το δέος σου, την γνώση για το ιστορικό του παρελθόν και την πίστη σου για ένα μέλλον, όπου έχουν θέση κι άλλα πράγματα εκτός από την άκρατη τουριστική αξιοποίηση, που, ας μη γελιόμαστε, δίνει ζωή σε τόσο πολύ κόσμο, ώστε να μη μπορεί και να μη πρέπει να καταδικασθεί ολοκληρωτικά στο πυρ το εξώτερο.
Είναι, όμως, άκρατη η τουριστική αξιοποίηση της Μυκόνου, πιθανότατα επειδή δεν έχουν εξερευνηθεί κι άλλες διέξοδοι οικονομικής δραστηριότητας και αναπτύξεως, με αποτέλεσμα να έχει παγιωθεί η αντίληψη πως η μοναδική πλουτοπαραγωγική πηγή του νησιού είναι ο καλοκαιρινός, διαβρωτικός τουρισμός του «πάρτα όλα».
Δεν είν´ έτσι και δεν είναι λίγοι αυτοί που το ξέρουν αυτό! Λίγοι ίσως νάν´ αυτοί, που μπορούν να κάνουν κάτι κι ακόμη λιγότεροι αυτοί, που έχουν τα μέσα ή που τους επιτρέπεται να το κάνουν.
Δεν είν´ έτσι και δεν είναι λίγοι αυτοί που το ξέρουν αυτό! Λίγοι ίσως νάν´ αυτοί, που μπορούν να κάνουν κάτι κι ακόμη λιγότεροι αυτοί, που έχουν τα μέσα ή που τους επιτρέπεται να το κάνουν.
Οι άνθρωποι της «ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΗΣ», π.χ., μιας σχετικά βραχύβιας εφημερίδας, προσπάθησαν όσο μπόρεσαν, όσο πρόλαβαν κι όσο τους άφησαν να αναδείξουν αυτόν τον προβληματισμό, να διασώσουν ντοπιολαλιές καιn προφορικές παραδόσεις, να φέρουν σ´ επαφή τους νεώτερους με την χαμένη πολιτιστική ταυτότητα, που αντιπροσώπευαν η Μ. Αξιώτη κι ο αδελφός της.
Ο Π. Κουσαθανάς συνεχίζει να παλεύει ακόμη.
Οι εκδόσεις «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ» μας παρέδωσαν πολύτιμες εικόνες από χαμένες γειτονιές και κυράδες να κουτσομπολεύουν καλοπροαίρετα στις πεζούλες.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης διασώζει μελωδίες και ήχους από σαμπούνες, που δεν αξιώθηκαν ποτέ ν´ ακούσουν οι γονείς του, αλλά που ο ίδιος μ´ αυτούς μεγάλωσε, απ´ αυτούς σημαδεύθηκε κι ένοιωσε την ανάγκη μα κάνει κάτι γι´ αυτό.
Ακόμη κι αυτός ο εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσών και εισέτι περιπίπτων Δήμος διασώζει κι εκδίδει λεξικογραφικές προσπάθειες και φωτογραφικά αρχεία ευγενών ιδιωτών από την Μύκονο, που πάει και πέρασε.
Κάτι γίνεται, λοιπόν, κι αυτό το κάτι, αν μη τι άλλο, δείχνει πως πολλά μπορούν να γίνουν ακόμη - αρκεί να υπάρχει βούληση, ενθάρρυνση, επιμονή κι οργάνωση. Γιατί και κατάλληλοι άνθρωποι υπάρχουν κι η ίδια η Μύκονος, μ´ όλα της τα καλά και τ´ άσχημα, είναι εκεί έτσι κι αλλοιώς και περιμένει υπομονετικά να ανακαλυφθεί ή ν´ αποκαλυφθεί απ´ όποιον ενδιαφέρεται να ψάξει πίσω απ´ τα φτιασίδια.
Οι υπόλοιποι όλοι μπορούν στο μεταξύ να συνεχίσουν να διχάζονται για το αν πρέπει να πηγαίνουν ή να μη πηγαίνουν στην Μύκονο, για το πόσο συχνά επιτρέπεται να εμφανίζονται, για το πού επιβάλλεταιn κάθε χρονιά να κάνουν μπάνιο, για το πότε να κάθονται ή να κοντοστέκονται στο Ματογιάνι... Σε καλό τους κι αυτωνών!
2 σχόλια:
Πολλά γίνονται Γιάννη μου και ελπίζω πως θα γίνουν ακόμα περισσότερα στο μέλλον γι' αυτό το υπέροχοπ νησί που μας έχει αγκαλιάσει και μας κάνει να νοιώθουμε χρόνια τώρα σαν στο σπίτι μας... Και σκέψου πως αυτό το νησί, με την ενέργεια του και με διάφορους μαγικούς τρόπους καταφέρνει και κινεί τα νήματα και μας φέρνει όλους κοντά... Αυτούς που πρέπει εννοείται.. Έτσι άλλωστε δεν γνωριστήκαμε και εμείς? Και τόσοι άλλοι... Καλό καλοκαίρι να έχουμε λοιπόν και όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, όσοι το αγαπάμε, θα τα πούμε στο νησί....:-)
εγώ πάντως λατρεύω να τη λατρέυω και να μη μπορώ να ξεπεράσω την έλξη της!!
Ναι θα τα πούμε στο νησί :))
Δημοσίευση σχολίου